καλοκοιτάζω

καλοκοιτάζω
και καλοκοιτῶ, -άω (Μ καλοκοιτάζω)
παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεχτικά
νεοελλ.
1. βλέπω κάποιον με ενδιαφέρον ή με επιθυμία, τόν γλυκοκοιτάζω
2. ενδιαφέρομαι, μεριμνώ για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοκοιτάζω — καλοκοιτάζω, καλοκοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. καλοκοιτάω / καλοκοιτώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοκοιτάζω — και καλοκοιτάω και καλοκοιτώ καλοκοίταξα, καλοκοιτάχτηκα, καλοκοιταγμένος 1. παρατηρώ κάτι καλά: Τον καλοκοίταξε τον άρρωστο και δεν του βρήκε τίποτα. 2. καλοβλέπω, γλυκοκοιτάζω: Την καλοκοιτάζει την κόρη σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”