- καλοκοιτάζω
- και καλοκοιτῶ, -άω (Μ καλοκοιτάζω)παρατηρώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, κοιτάζω καλά, προσεχτικάνεοελλ.1. βλέπω κάποιον με ενδιαφέρον ή με επιθυμία, τόν γλυκοκοιτάζω2. ενδιαφέρομαι, μεριμνώ για κάποιον, περιποιούμαι κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.